- ξανθαίνω
- -υνα1. μτβ., κάνω κάποιον ξανθό.2. αμτβ., γίνομαι ξανθός, ξανθίζω: Όσο περνάει ο καιρός ξανθαίνουν τα μαλλιά του μωρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξανθαίνω — ξανθαίνω, ξάνθυνα βλ. πίν. 47 Σημειώσεις: ξανθαίνω – ξανθίζω : η έννοια των δύο ρημάτων δεν ταυτίζεται. Το ξανθαίνω σημαίνει γενικά → κάνω κάτι ξανθό ή γίνομαι ξανθός, ενώ το ξανθίζω χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ. ξανθίζετε το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανθαίνω — [ξανθός] 1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό 2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα 3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα … Dictionary of Greek
ξανθίζω — ξανθίζω, ξάνθισα, ξανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξανθαίνω – ξανθίζω : η έννοια των δύο ρημάτων δεν ταυτίζεται. Το ξανθαίνω σημαίνει γενικά → κάνω κάτι ξανθό ή γίνομαι ξανθός, ενώ το ξανθίζω χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξανθίζω — ξάνθισα, ξανθίστηκα, ξανθισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξανθό. 2. μτφ., τσιγαρίζω, ψήνω κάτι στο τηγάνι, στη χύτρα ώσπου να γίνει ξανθό: Ξάνθισε το κρεμμύδι πρώτα. 3. αμτβ., γίνομαι σιγά σιγά ξανθός, ξανθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)